διαμαρτυρώ

διαμαρτυρώ
(ε) μετ, опротестовывать, протестовать (вексель и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διαμαρτυρώ" в других словарях:

  • διαμαρτυρώ — διαμαρτυρώ, διαμαρτύρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαμαρτυρώ — (Α διαμαρτυρῶ, έω) [μαρτυρώ] 1. συντάσσω και κοινοποιώ το διαμαρτυρικό 2. ενεργώ διαμαρτύρηση, προβαίνω σε διαμαρτύρηση αρχ. καταφεύγω σε διαμαρτυρία …   Dictionary of Greek

  • διαμαρτυρώ — διαμαρτύρησα, διαμαρτυρήθηκα, διαμαρτυρημένος (γραμμάτιο, συναλλαγματική), συντάσσω διαμαρτυρικό έγγραφο για τη μη αποδοχή ή τη μη έγκαιρη εξόφληση γραμματίου ή συναλλαγματικής: Η τράπεζα διαμαρτύρησε τη συναλλαγματική μου λόγω των πολλών χρεών… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαμαρτύρηση — η 1. ρητή ή γραπτή εκδήλωση έντονης αποδοκιμασίας ή αντίθεσης στους λόγους ή στις πράξεις κάποιου 2. το πρακτικό διαμαρτυρίας τού Λουθήρου κατά τών αποφάσεων τής Δίαιτας στη Βαβαρία το 1529 3. η θρησκευτική μεταρρύθμιση, ο προτεσταντισμός 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • προσδιαμαρτυρώ — έω, Α [διαμαρτυρῶ] μαρτυρώ κάτι επί πλέον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»